- φερέζυγος
- -ον, Α1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεό-ζυγος, ὑψί-ζυγος].
Dictionary of Greek. 2013.